- όπυι
- ὅπυι (Α)(δωρ. τ.) επίρρ. βλ. όποι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
где — укр. де, др. русск., ст. слав. къде ποῦ (Супр., Остром.), болг. де, къде, сербохорв. кди, словен. gdė̑, kjè, чеш. kde, польск. gdzie, в. луж. (h)dze, н. луж. ze, zo. Вместе с тем встречается др. русск. гдѣ (XIII – XIV вв.), согласно… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οπυιητής — ὀπυιητής, έω, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. οπυι τού ενεστ. τού ρ. ὀπυίω πιθ. αντί ενός αμάρτυρου αρχ. *ὀπυστής] … Dictionary of Greek
πύς — Α επίρρ. δωρ. τ. τού ποῑ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού ποῖ (πρβλ. ὅποι: ὅπυι), βλ. λ. πο ] … Dictionary of Greek
τυΐ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὧδε Κρῆτες» 2. σε επιγρ. αντί τού τ. οἱδί τής αντων. ὁδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ *tod, βλ. λ. ο, η, το) αναλογικά προς τους δωρ. τ. ὅπυι, πῦς*] … Dictionary of Greek
όποι — ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.) β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.) γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού… … Dictionary of Greek